ακοινοποίητος

ακοινοποίητος
η , ο [ος , ον ] не доведённый до сведения, необнародованный; не могущий быть обнародованным

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ακοινοποίητος" в других словарях:

  • ακοινοποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν κοινοποιήθηκε, δε γνωστοποιήθηκε: Η απόφαση του υπουργείου μένει ακόμη ακοινοποίητη. 2. (για δημόσια έγγραφα, δικαστικές αποφάσεις κτλ.), αυτός που δεν επιδόθηκε στον ενδιαφερόμενο: Ο διορισμός του μένει ακόμη ακοινοποίητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακοινοποίητος — η, ο [κοινοποιώ] 1. αυτός που δεν κοινοποιήθηκε, που δεν έγινε γνωστός στους πολλούς, αμάθευτος 2. αυτός που δεν πρέπει να κοινοποιηθεί, απόρρητος, μυστικός 3. (για έγγραφα) αυτός που δεν γνωστοποιήθηκε στους υφισταμένους ή τους ενδιαφερομένους 4 …   Dictionary of Greek

  • αδιακοίνωτος — η, ο [διακοινώνω] 1. αυτός που δεν διακοινώθηκε, ακοινοποίητος, αγνωστοποίητος 2. ανεπίδοτος …   Dictionary of Greek

  • ακοινολόγητος — η, ο [κοινολογώ] 1. αυτός που δεν έχει κοινολογηθεί, που δεν έχει γίνει γνωστός στους πολλούς, ακοινοποίητος, αμάθευτος 2. αυτός που δεν πρέπει να κοινολογηθεί, απόρρητος, μυστικός …   Dictionary of Greek

  • ανάγγελτος — η, ο αυτός που δεν αναγγέλθηκε, ακοινοποίητος, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγγελτός < αναγγέλλω. Η στερ. σημασία προήλθε από τη μετακίνηση τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • αδιακοίνωτος — η, ο αδημοσίευτος, ακοινοποίητος: Η κυβερνητική διαμαρτυρία μένει ακόμη αδιακοίνωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»